συναγεῖν

συναγεῖν
σύν-ἀγάω
pres inf act (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνάγειν — συνάγω bring together pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • совокупить — совокупный. Заимств. из цслав., ст. слав. съвъкоупити συνάγειν (Остром., Супр.), производного от др. русск., цслав. въкупѣ вместе , купъ куча . Ср. куп …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Synaxarium — Synaxarium, Synaxarion, Synexarium, Synexarion, pl. Synaxaria (Greek: Συναξάριον, from συναγειν , synagein , to bring together; cf. etymology of synaxis and synagogue ) , the name given in the Eastern Orthodox, Oriental Orthodox and Eastern… …   Wikipedia

  • Sinagoga — (Del lat. synagoga < gr. synagoge, lugar de reunión.) ► sustantivo femenino 1 RELIGIÓN Asamblea religiosa de los judíos. 2 RELIGIÓN Templo en que se reúnen los judíos para orar. 3 despectivo Reunión de personas para fines ilícitos. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… …   Dictionary of Greek

  • συνδιανεύω — Α 1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»] …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”